- κατουριέμαι
- κατουριέμαι, κατουρήθηκα, κατουρημένος βλ. πίν. 59——————Σημειώσεις:κατουριέμαι : από άποψη σημασίας δεν είναι παθητικό του κατουράω, αλλά σημαίνει → θέλω να κατουρήσω ή «τα κάνω» πάνω μου.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ενουρώ — (AM ἐνουρῶ, έω) [ουρώ] νεοελλ. (για παιδιά) κατουριέμαι στον ύπνο μου αρχ. μσν. ουρώ μέσα σε κάτι … Dictionary of Greek